- πλύντρον
πλύντρον, τό, der Lohn des πλύντης, Waschgeld, Sp.; – Arist. probl. 4, 30 = πλύμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλύντρον, τό, der Lohn des πλύντης, Waschgeld, Sp.; – Arist. probl. 4, 30 = πλύμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλύντρον — τὸ, Α 1. το πλύμα 2. ο μισθός εκείνου που πλένει, τα πλυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τρον (πρβλ. σήμαν τρον)] … Dictionary of Greek
πλύντρα — πλύντρον payment for cleaning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύντρου — πλύντρον payment for cleaning neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek