πλύτης

πλύτης

πλύτης, , = πλύντης, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλύτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύτης — ου, ὁ, Α πλύντης …   Dictionary of Greek

  • πλυτῆς — πλυτός washed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύται — πλύτης masc nom/voc pl πλύτᾱͅ , πλύτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλυτῶν — πλύτης masc gen pl πλυτός washed fem gen pl πλυτός washed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλύτου — πλύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωθωνοπλύτης — κωθωνοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο πλύτης, ποτηρο πλύτης] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπλύτης — ὁ, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλύτης, άλλος τ. τού πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο πλύτης] …   Dictionary of Greek

  • πλύτας — πλύτᾱς , πλύτης masc acc pl πλύτᾱς , πλύτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμοπλύτης — ἀμμοπλύτης, ο (Μ) αυτός που πλένει την άμμο περισυλλέγοντας ψήγματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + μτγν. ουσ. πλύντης, από όπου το πλύτης ή πιθ. απευθείας από το ρ. ἀμμοπλύνω*] …   Dictionary of Greek

  • εριοπλύτης — ἐριοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”