- πλύσμα
πλύσμα, τό, = πλύμα, wird bezw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλύσμα, τό, = πλύμα, wird bezw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλύσμα — ατος, τὸ Α βλ. πλύμα … Dictionary of Greek
πλύμα — (I) ατος, το / πλύσμα, ΝΑ [πλύνω] 1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα 2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό | νεοελλ. βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους … Dictionary of Greek