πλόϊμος

πλόϊμος

πλόϊμος, = πλώϊμος; so hat Bekker im Thuc.; Dem. 56, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλόιμος — πλόϊμος , πλώιμος fit for sailing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • πλοίμως — πλόιμος adverbial πλόιμος masc/fem acc pl (doric) πλοΐμως , πλώιμος fit for sailing adverbial πλοΐμως , πλώιμος fit for sailing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοιμότερος — πλόιμος masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίμοις — πλόιμος masc/fem/neut dat pl πλοΐμοις , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίμου — πλόιμος masc/fem/neut gen sg πλοΐμου , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίμους — πλόιμος masc/fem acc pl πλοΐμους , πλώιμος fit for sailing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίμων — πλόιμος masc/fem/neut gen pl πλοΐμων , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίμῳ — πλόιμος masc/fem/neut dat sg πλοΐμῳ , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • πλοϊμότητα — η, Ν [πλόιμος] η ιδιότητα τού πλόιμου, το να είναι κανείς ή κάτι κατάλληλο για πλεύση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”