- πλόχανον
πλόχανον, τό, s. πλόκανον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλόχανον, τό, s. πλόκανον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλόχανον — άνου, τὸ, Α βλ. πλόκανον … Dictionary of Greek
πλόκανον — και πλόχανον, τὸ, Α 1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο 2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών 3. πλεγμένο σχοινί 4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ τής… … Dictionary of Greek