- πλωϊάς
πλωϊάς, άδος, ἡ, = Vorigem, wie Plut. qu. graec. 7 erkl.: τὰς ὑπόμβρους μάλιστα καὶ περιφερομένας, nach Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωϊάς, άδος, ἡ, = Vorigem, wie Plut. qu. graec. 7 erkl.: τὰς ὑπόμβρους μάλιστα καὶ περιφερομένας, nach Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωάς — και πλωϊάς, άδος, ἡ, Α 1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα 2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη 3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς ονομασία τού αστερισμού Μεγάλη Άρκτος 4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» περιφερόμενα σύννεφα β) «πλωάδες νῆσοι» τα νησιά… … Dictionary of Greek