- πλωτήρ
πλωτήρ, ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωτήρ, ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρα — πλωτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρας — πλωτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρες — πλωτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρι — πλωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρος — πλωτήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρσι — πλωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτῆρσιν — πλωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτήρεσσιν — πλωτήρ masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτήρων — πλωτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοπλωτήρ — ὁμοπλωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για πλοίο) αυτός που πλέει μαζί με κάποιον άλλο, ομόπλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλωτήρ (< πλώω «πλέω»)] … Dictionary of Greek