πλωτικός

πλωτικός

πλωτικός, zur Schifffahrt, zum Schiffen, Schwimmen gehörig, geeignet, geschickt, οἱ πλ., Seeleute; Plat. Ax. 368 b; Plut. Symp. 2, 1, 2 Cat. min. 61 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλωτικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικός — ή, ό / πλωτικός, όν, ΝΑ [πλωτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική η επιδεξιότητα στην πλεύση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλωτικός έμπειρος ναύτης, θαλασσινός 2. φρ. «πλωτικὸς… …   Dictionary of Greek

  • πλωτικῶν — πλωτικός fem gen pl πλωτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικόν — πλωτικός masc acc sg πλωτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικοῖς — πλωτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικωτάτους — πλωτικός masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλωτικῷ — πλωτικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”