- πλωτεύω
πλωτεύω, (ein πλώτης sein), beschissen; Pol. 16, 29, 11; Or. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωτεύω, (ein πλώτης sein), beschissen; Pol. 16, 29, 11; Or. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλωτεύω — Α [πλωτός] 1. πλέω 2. παθ. πλωτεύομαι 3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον») … Dictionary of Greek
πλωτεύσουσιν — πλωτεύω aor subj act 3rd pl (epic) πλωτεύω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλωτεύω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτευόμενον — πλωτεύω pres part mp masc acc sg πλωτεύω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)