πηχίσκος, ὁ, ein Stück Holz von der Länge eines πῆχυς, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηχίσκος — ὁ, Α μικρός πήχυς, τεμάχιο ξύλου, ρίγα με μήκος ενός πήχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
πηχίσκους — πηχίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)