- ποταμίσκος
ποταμίσκος, ὁ, dim. von ποταμός, Flüßchen, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμίσκος, ὁ, dim. von ποταμός, Flüßchen, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμίσκος — ὁ, Α [ποταμός] μικρός ποταμός, ποταμάκι … Dictionary of Greek
ποταμίσκον — ποταμίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek