- ποτ-αμέλγω
ποτ-αμέλγω, dor. statt προςαμέλγω, Theocr. 1, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτ-αμέλγω, dor. statt προςαμέλγω, Theocr. 1, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμέλγω — Α (δωρ. τ.) προσαμέλγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + ἀμέλγω] … Dictionary of Greek