- πορνεία
πορνεία, ἡ, Hurerei, Dem. 19, 200 u. Sp.; bei K. S. Götzendienst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνεία, ἡ, Hurerei, Dem. 19, 200 u. Sp.; bei K. S. Götzendienst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνεία — πορνείᾱ , πορνεία prostitution fem nom/voc/acc dual πορνείᾱ , πορνεία prostitution fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνείᾳ — πορνείᾱͅ , πορνεία prostitution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
πορνεία — η 1. το επάγγελμα και η ιδιότητα της πόρνης, αλλ. εταιρισμός. 2. προσφορά σεξουαλικής ικανοποίησης, με αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορνεῖα — πορνεῖον brothel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνείας — πορνείᾱς , πορνεία prostitution fem acc pl πορνείᾱς , πορνεία prostitution fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνείαι — πορνείᾱͅ , πορνεία prostitution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνείαν — πορνείᾱν , πορνεία prostitution fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνειῶν — πορνεία prostitution fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνεῖαι — πορνεία prostitution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνείαις — πορνεία prostitution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)