πορνικός

πορνικός

πορνικός, hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορνικός — of or for harlots masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικός — ή, ό / πορνικός, ή, όν, ΝΑ [πόρνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη 2. ασελγής, λάγνος αρχ. 1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο 2. φρ. «πορνικὸν τέλος» ο φόρος που πλήρωναν …   Dictionary of Greek

  • πορνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πόρνη: Πορνική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορνικά — πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc pl πορνικά̱ , πορνικός of or for harlots fem nom/voc/acc dual πορνικά̱ , πορνικός of or for harlots fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικώτερον — πορνικός of or for harlots adverbial comp πορνικός of or for harlots masc acc comp sg πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικωτέρων — πορνικός of or for harlots fem gen comp pl πορνικός of or for harlots masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικῶν — πορνικός of or for harlots fem gen pl πορνικός of or for harlots masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικόν — πορνικός of or for harlots masc acc sg πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικώτατα — πορνικός of or for harlots adverbial superl πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικαῖς — πορνικός of or for harlots fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορνικαί — πορνικός of or for harlots fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”