- πορφυρο-μιγής
πορφυρο-μιγής, ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρο-μιγής, ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδομιγής — ές, Α φρ. «βάμμα ροδομιγές» βάμμα από απόσταγμα ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. νεφελο μιγής, πορφυρο μιγής] … Dictionary of Greek