πορφυρο-βαφής

πορφυρο-βαφής

πορφυρο-βαφής, ές, = πορφυρόβαπτος, Pherecrat. in B. A. 379.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοινικοβαφής — ές, Α φοινικόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοβαφής — ές, Μ βαμμένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαφής (< βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • κυανοβαφής — κυανοβαφής, ές (Α) βαμμένος με κυανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • λευκοβαφής — ές (Α λευκοβαφής) ο βαμμένος με λευκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • φλογοβαφής — ές, Α αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυρο βαφής, ὑακινθινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • υακινθινοβαφής — ές, Α βαμμένος στο χρώμα τού φυτού υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑακίνθινος + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • χολοβαφής — ές, Α χολοβάφινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • ωχροβαφής — ές, Ν βαμμένος με ώχρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός / ώχρα + βαφής (< βαφή), πρβλ. πορφυρο βαφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη] …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”