πορφυρο-ειδής

πορφυρο-ειδής

πορφυρο-ειδής, ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορφυροειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει χρώμα το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει πορφύρα (α. «πορφυροειδὴς λίμνα», Αισχύλ. β. «πορφυροειδὴς ἅλς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. «πορφυροειδής ιστός» (πετρογρ.) ιστός εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοειδής — (I) ές, Μ ερυθρωπός, κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ειδής*]. (II) ές, Ν 1. αυτός που μοιάζει με το δένδρο φοίνικας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φοινικοειδή (βοτ.) άλλη ονομασία τής οικογένειας φοίνικίδες που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”