- πορφυρο-εργής
πορφυρο-εργής, ές, in Purpur arbeitend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρο-εργής, ές, in Purpur arbeitend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek