πορφυρό-βαπτος

πορφυρό-βαπτος

πορφυρό-βαπτος, in Purpur getaucht, gefärbt, ἐν στρωμναῖς πορφυροβάπτοις, Plat. com. bei Ath. II, 48 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοινικόβαπτος — ον, Α βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινόβαπτος — και κοκκινόβαφτος, η, ο (Μ) ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βαπτός (πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος)] …   Dictionary of Greek

  • φονόβαπτος — ον, Μ αυτός που βάφηκε με αίμα από φόνο («φονόβαπτα τὰ ξίφη», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”