- πορφυρόεις
πορφυρόεις, εσσα, εν, purpurfarbig, Nic. Al. 544.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρόεις, εσσα, εν, purpurfarbig, Nic. Al. 544.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρόεις — εσσα, εν, Α πορφυρός, με χρώμα πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + όεις*] … Dictionary of Greek
πορφυρόεντα — πορφυρόεις purple neut nom/voc/acc pl πορφυρόεις purple masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρόεντος — πορφυρόεις purple masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρόεσσα — πορφυρόεις purple fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek