- πορφυρό-ζωνος
πορφυρό-ζωνος, mit purpurnem Gurt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρό-ζωνος, mit purpurnem Gurt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] … Dictionary of Greek
χαλκόζωνος — και δ. γρφ. χαλκεόζωνος, ον, Α αυτός που έχει χάλκινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. πορφυρό ζωνος, χρυσό ζωνος] … Dictionary of Greek
χρυσόζωνος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσή ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. πορφυρό ζωνος] … Dictionary of Greek