πορφυρόω

πορφυρόω

πορφυρόω, purpurn machen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορφυρώνω — πορφυρόω, ῶ, ΝΜ [πορφύρα] βάφω με πορφυρό χρώμα, κοκκινίζω (α. «τής Αγάπης αίματα μέ πορφύρωσαν», Ελύτ.) β. «ἐπορφύρου γῆν ἡ ῥοὴ τῶν αἱμάτων», Θεοδόσ.) …   Dictionary of Greek

  • πορφυρώματα — τὰ, Α οι σάρκες τών χοίρων που θυσιάζονταν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. ωμα πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ρ. *πορφυρόω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”