- παίσδω
παίσδω, dor. = παίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίσδω, dor. = παίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίσδω — (Α) (δωρ. τ.) βλ.παίζω … Dictionary of Greek
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek