- παίπαλος
παίπαλος, = Vorigem; τὰ παίπαλα erkl. Schol. Ar. Nubb. 260 δύςβατα; so vrbdt Callim. H. Dian. 194 παίπαλά τε κρημνούς τε, hohe, zackige Felsgegenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίπαλος, = Vorigem; τὰ παίπαλα erkl. Schol. Ar. Nubb. 260 δύςβατα; so vrbdt Callim. H. Dian. 194 παίπαλά τε κρημνούς τε, hohe, zackige Felsgegenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek
πολυπαίπαλος — ον, Α 1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος 2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη] … Dictionary of Greek