παλίν-σοος

παλίν-σοος

παλίν-σοος, = παλίνζωος, Nonn. D. 25, 534.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλίνσοος — παλίνσοος, ον (Α) αυτός που σώθηκε πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σοος (< σῶος / σόος), πρβλ. πυρί σσοος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίσσοος — ον, Α (με παθ. σημ.) αυτός που σώθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σσοος (< σόος, ιων. τ. τού σῶος), πρβλ. λαοσσόος, παλίν σοος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τών συνθ. σε σσόος (< σεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”