- παλίν-σκιος
παλίν-σκιος, = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίν-σκιος, = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek