- παλαί-φαγος
παλαί-φαγος, vor Alters gefressen, Hesych. S. auch παλαίφατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαί-φαγος, vor Alters gefressen, Hesych. S. auch παλαίφατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαίφαγος — παλαίφαγος, ον (Α) αυτός που από παλιά ήταν βρώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] … Dictionary of Greek