παλαίτερος

παλαίτερος

παλαίτερος, παλαίτατος, s. παλαιός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλαίτερος — παλαιός old in years masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτερος — μεσαίτερος, έρα, ον (Α) συγκριτ. τ. τού μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῡ μέσου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. συγκρ. τερος (πρβλ. παλαίτερος)] …   Dictionary of Greek

  • πεπαίτερος — έρα, ον, Α ανώμαλος τ. συγκριτ. τού πέπων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)] …   Dictionary of Greek

  • περαιτέρω — ΝΑ επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό νεοελλ. 1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα») 2. φρ. «το μη περαιτέρω» το… …   Dictionary of Greek

  • kʷel-2 —     kʷel 2     English meaning: far (with regard to place and time)     Material: O.Ind. caramá “the letzte, äußerste”, cirás “long (temporal)”, Gk. τῆλε, Eol. πήλυι “afar, wide” (τηλό θεν, θι, σε), πάλαι “längst” (παλαιός “old”, παλαίτερος,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”