παλαίστρα

παλαίστρα

παλαίστρα, , der Ringplatz, die Ringschule; δρόμους παλαίστρας τε, Eur. Andr. 600; El. 528; Ar. Nubb. 79; Plat. Charm. 155 d u. öfter; λιπαρά, Theocr. 2, 50, von dem vielen Gebrauche des Oeles in derselben. – Auch übertr., geistiger Uebungsplatz, Schule, Longin. de subl. 4, 4, Plut. Ant. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλαίστρα — παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc/acc dual παλαίστρᾱ , παλαίστρα wrestling school fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίστρᾳ — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… …   Dictionary of Greek

  • παλαίστρα — η ο τόπος όπου γίνεται η πάλη, μτφ. το οποιοδήποτε πεδίο άμιλλας: Θα αγωνιστούν στην παλαίστρα της επιστήμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαίστρας — παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem acc pl παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίστραι — παλαίστρᾱͅ , παλαίστρα wrestling school fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίστραν — παλαίστρᾱν , παλαίστρα wrestling school fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Палестра — (Παλαίστρα, palaestra). Палестрами назывались у греков в противоположность общественным учреждениям для гимнастических упражнений, называемым гимназиями, школы для физических упражнений, содержавшиеся частными лицами, где мальчики получали… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • παλαιστρῶν — παλαίστρα wrestling school fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαῖστραι — παλαίστρα wrestling school fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίστραις — παλαίστρα wrestling school fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”