- παλαιο-μώλωψ
παλαιο-μώλωψ, ωπος, ὁ, alter Betrüger (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιο-μώλωψ, ωπος, ὁ, alter Betrüger (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιομώλωψ — παλαιομώλωψ, ωπος, ὁ (Α) ο από παλιά πανούργος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μώλωψ «πληγή, σημάδι, τραύμα από δαρμό»] … Dictionary of Greek