παλαιο-θέτης

παλαιο-θέτης

παλαιο-θέτης, nach Hesych. u. Phot. παλαιοπράγμων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιεροθέτης — ἱεροθέτης, ὁ (Μ) αυτός που όριζε τις ιερές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο θέτης, παλαιο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοθέτης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παλαιοπράγμων, δραστήριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + θέτης (< τίθημι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”