- παλιν-όρμητος
παλιν-όρμητος, VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-όρμητος, VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλινόρμητος — παλινόρμητος, ον (ΑΜ) αυτός που ορμά προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)] … Dictionary of Greek