- παλιν-όρμενος
παλιν-όρμενος, zurückeilend, zurückkehrend, Il. 11, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-όρμενος, zurückeilend, zurückkehrend, Il. 11, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλινόρμενος — παλινόρμενος, ένη, ον (Α) αυτός που όρμησε προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὄρμενος, μτχ. αορ. τοὐ ὄρνυμαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek