- παν-έτης
παν-έτης, ες, das ganze Jahr hindurch dauernd; den Aetna nennt Pind. P. 1, 38 πάνετες χιόνος τιϑήνα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-έτης, ες, das ganze Jahr hindurch dauernd; den Aetna nennt Pind. P. 1, 38 πάνετες χιόνος τιϑήνα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] … Dictionary of Greek
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
πάνετες — Α επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού έτους, ολοχρονίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ετες, ουδ. τού ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά ετες,, τρί ετες. Ο αναβιβασμός τού τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση τού τ.] … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek