παν-έσχατος

παν-έσχατος

παν-έσχατος, der allerletzte, Ap. Rh. 4, 308.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανέσχατος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο τελευταίος από όλους, ο ύστατος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔσχατος] …   Dictionary of Greek

  • πανύστατος — η, ο / πανύστατος, άτη, ον, ΝΑ ο ολωσδιόλου τελευταίος, ο έσχατος όλων («προσγελᾱτε τὸν πανύστατον γέλων», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πανύστατον και πανύστατα για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὕστατος] …   Dictionary of Greek

  • πρέμνο — το / πρέμνον, ΝΑ 1. το κατώτερο μέρος τού κορμού τού δέντρου που απομένει μετά την κοπή τού κορμού, το κούτσουρο 2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών βερβεριιδών αρχ. 1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”