- παν-άγρετος
παν-άγρετος, νευρά, Alles fangend, Paul. Sil. 45 (VI, 75).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άγρετος, νευρά, Alles fangend, Paul. Sil. 45 (VI, 75).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανάγρετος — πανάγρετος, ον (Α) αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν άγρετος] … Dictionary of Greek