- παν-άγρυπνος
παν-άγρυπνος, ganz schlaflos, ganz wach, μέριμνα, Mel. 112 (VII, 195).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άγρυπνος, ganz schlaflos, ganz wach, μέριμνα, Mel. 112 (VII, 195).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανάγρυπνος — πανάγρυπνος, ον (Α) τελείως άγρυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄγρυπνος] … Dictionary of Greek