παν-ά-ωρος

παν-ά-ωρος

παν-ά-ωρος, f. L. für παρήορος bei Aesch. Prom. 363.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • πάνωρος — ον, Α αυτός που παράγεται κάθε εποχή τού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὥρα (πρβλ. εύωρος, πολύ ωρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”