- παν-ά-φθιτος
παν-ά-φθιτος, ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ά-φθιτος, ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεόφθιτος — νεόφθιτος, ον (Α) 1. αυτός πάνω στον οποίο κάποιος χρησιμοποίησε βία 2. αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φθιτός (< φθίνω «χάνομαι, πεθαίνω»), πρβλ. πάν φθιτος] … Dictionary of Greek