- παν-οίμοι
παν-οίμοι, verstärktes οἴμοι, Aesch. Ch. 682, οἴμοι πανοίμοι δεσπότου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-οίμοι, verstärktes οἴμοι, Aesch. Ch. 682, οἴμοι πανοίμοι δεσπότου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανοίμοι — Α επιφών. ω μεγάλη δυστυχία («οἴμοι, πανοίμι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἴμοι, επιφών. θλίψης, πόνου] … Dictionary of Greek