παν-οίκιος

παν-οίκιος

παν-οίκιος, = Folgdm; Strab.; D. Sic. 5, 20 u. öfter; ἐπράϑη, D. L. 4, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανοίκιος — ον, Α 1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιον με όλη την οικογένεια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”