παν-ημέριος

παν-ημέριος

παν-ημέριος, den ganzen Tag hindurch; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ ϑεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472, öfter; πανημερίη ναῦς, Od. 4, 356, welches den ganzen Tag hindurch läuft; πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδήν, Hes. Sc. 396; τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει, Eur. Hipp. 369; sp. D.; – πανημέριον, adverbial, den ganzen Tag über, ununterbrochen, Il. 11, 279; πανημερίως, Tzetz. zu Lyc. 818.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανημέριος — και δωρ. τ. παναμέριος, ία ον, Α 1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα 2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι 3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.) 4. προσωνυμία τού Διός 5. (το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”