- παν-ημάτιος
παν-ημάτιος, den ganzen Tag lang, Opp. Hal. 1, 696. S. πανημέριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ημάτιος, den ganzen Tag lang, Opp. Hal. 1, 696. S. πανημέριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανημάτιος — ίη, ον, (Α (ποιητ. τ.) πανημέριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἠμάτιος «ημερήσιος» (πρβλ. επ ημάτιος)] … Dictionary of Greek