παν-δοκεύς

παν-δοκεύς

παν-δοκεύς, , der Alle aufnimmt, Gastwirth; καὶ μισϑωτός, Plat. Legg. XI, 918 b; Sp., wie Plut. – In allgemeiner Bdtg, der Alle aufnimmt, Ἅιδης, Lycophr. 655; vgl. Plat. Rep. IX, 580 a, πάσης κακίας πανδοκεῖ καὶ τροφεῖ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανδοχέας — πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος αρχ. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοχευς / δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, οικο δοχεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”