- πανδούριον
πανδούριον, τό, = Folgdm; Hesych. erklärt auch σύριγγες ἐκ καλάμων πανδούρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδούριον, τό, = Folgdm; Hesych. erklärt auch σύριγγες ἐκ καλάμων πανδούρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδούριον — three stringed lute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδούριον — (I) τὸ, Α [πανδούρα] υποκορ. τού πανδούρα. (II) τὸ, Μ (κατά τον Ζωναρ.) «πανδούριον μάχαιρα σφακτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek
πανδουρίου — πανδούριον three stringed lute neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδούρια — πανδούριον three stringed lute neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANDURA seu PANDURIUM — PANDURA, seu PANDURIUM aliter apud recentiores, aliter apud veteres Scriptores accipitur, Panduram enim vetustiores trichordum appellavêre, vocemque ipsam acceptam tulêre Assyriis. Pollux, Τρίχορδον δὲ, ὅπερ Α᾿ςςόριοι πανδούραν ὠνόμαζον… … Hofmann J. Lexicon universale