- παν-α-μείλιχος
παν-α-μείλιχος, = Vorigem, ἦτορ, Opp. Cyn. 2, 203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-α-μείλιχος, = Vorigem, ἦτορ, Opp. Cyn. 2, 203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμμείλιχος — παμμείλιχος, ον (Α) ο πάρα πολύ μειλίχιος, πραότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μείλιχος] … Dictionary of Greek