- παν-δαύχνωτος
παν-δαύχνωτος, Hippon. fr. bei Tzetz. expl. Il. p. 76, 8, Conj. für πανδάλητος, nach Bergk = πανδάφνωτος od. πανδάφνητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δαύχνωτος, Hippon. fr. bei Tzetz. expl. Il. p. 76, 8, Conj. für πανδάλητος, nach Bergk = πανδάφνωτος od. πανδάφνητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.