- παν-ακής
παν-ακής, ές, allheilend, Alles heilend; φάρμακον, Callim. 14 (XII, 150); ποτάμιον πάνακες προς τὰς νόσους, Strab. 6, 3, 9; τὸ πανακέστατον φάρμακον, Philo; πανακές od. πάνακες, = πανάκεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ακής, ές, allheilend, Alles heilend; φάρμακον, Callim. 14 (XII, 150); ποτάμιον πάνακες προς τὰς νόσους, Strab. 6, 3, 9; τὸ πανακέστατον φάρμακον, Philo; πανακές od. πάνακες, = πανάκεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευακής — εὐακής, ές (Α) βλ. ευάκεστος. Eπίρρ. εὐακέως με εύκολη θεραπεία, ευκολοθεράπευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακής (< άκος), πρβλ. αν ακής, παν ακής] … Dictionary of Greek
πανακής — πανακής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ακής (< ἄκος «θεραπεία»)] … Dictionary of Greek