παν-αγάπητος

παν-αγάπητος

παν-αγάπητος, allgeliebt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παναγάπητος — παναγάπητος, ον (Α) αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγαπητός] …   Dictionary of Greek

  • Μπάρι, Τζέιμς Μάθιου — (Sir James Matthew Barrie, Κίριμιουιρ, Άνγκους 1860 – Λονδίνο 1937). Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1885 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, αφού πρώτα σπούδασε στο Εδιμβούργο. Αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, αλλά αργότερα, όταν… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

  • πανέραστος — ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πανέρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐραστός «αγαπητός, ποθητός» (< ἔραμαι), πρβλ. αν έραστος] …   Dictionary of Greek

  • πανίμερος — ον, Α 1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός 2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ ίμερος)] …   Dictionary of Greek

  • πανεπέραστος — ον, Μ πάρα πολύ ποθητός, εξαιρετικά αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπέραστος «αξιέραστος, αξιαγάπητος»] …   Dictionary of Greek

  • πανεπήρατος — ον, Α πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήρατος «ευχάριστος, αξιαγάπητος»] …   Dictionary of Greek

  • πανεράσμιος — ία, ον, Μ εξαιρετικά αγαπητός, πολυπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐράσμιος «αξιαγάπητος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”