- παμ-μελής
παμ-μελής, ές, in allerlei Melodieen, Sp.; – mit ganzen Gliedern, ἱερεῖα, Poll. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμ-μελής, ές, in allerlei Melodieen, Sp.; – mit ganzen Gliedern, ἱερεῖα, Poll. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θελξιμελής — θελξιμελής, ές (Α) αυτός που θέλγει με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, παμ μελής] … Dictionary of Greek
καλλιμελής — καλλιμελής, ές (Μ) μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. οξυ μελής, παμ μελής] … Dictionary of Greek